- παραδρομα
- παράδρομαπαρά-δροματά проходы, промежутки, интервалы Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παράδρομα — βλ. παράδρομος … Dictionary of Greek
παράδρομα — παράδρομος that may be run through neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδρομάς — παραδρομά̱ς , παραδρομή running beside fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράδρομος — ο / παράδρομος, ον, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο παράδρομος δρόμος που βρίσκεται παράλληλα σε κεντρική λεωφόρο αρχ. 1. αυτός διά μέσου τού οποίου μπορεί να περάσει κάποιος 2. αυτός που απλώνεται πλάι σε κάτι, αυτός που εκτείνεται κατά μήκος 3.… … Dictionary of Greek